- αλληλαρπάζομαι
- και αλληλο-1. αρπάζω τα υπάρχοντα άλλων και εκείνοι αρπάζουν τα δικά μου2. έρχομαι στα χέρια με κάποιον, συμπλέκομαι3. αλληλαπάγομαι*.[ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλ(ο)-* + αρπάζω (ο-μαι)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλληλ(ο)- — [Α ἀλληλ(ο) ] Γλωσσ. α συνθετικό ουσιαστικών, επιθέτων και ρημάτων τόσο τής Αρχαίας όσο και της Νεοελληνικής, που προέρχεται από το θέμα της αρχαίας αλληλοπαθούς αντωνυμίας αλλήλων. Τα σύνθετα με το αλληλο αποτελούν λεξικοποιημένη δήλωση τής… … Dictionary of Greek